-ιος

-ιος
-ια, ιο(ν)
η κατάλ. -ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ' όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε -ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261 αποκλειστικά αρχαίες ή μεσαιωνικές και 440 νεοελληνικές (τα στοιχεία από το Αντίστροφον Λεξικόν τής Νέας Ελληνικής τού Γ. Κουρμούλη). Ανάγεται σε ΙΕ επίθημα *-iο-. Η προσθήκη τής φωνηεντικής μορφής -ιο- τού επιθήματος σε συμφωνόληκτα θέματα δεν τά μεταβάλλει φωνητικώς (πρβλ. κυκλώπ-ιος < Κύκλωψ, δόλ-ιος < δόλος), πλην τής περιπτώσεως που προηγούνται τ και δ, τα οποία συριστικοποιούνται: πλούσιος < *πλούτ-ιος (< πλούτος), δημόσ-ιος < *δημότ-ιος (< δημότης), γυμνάσ-ιος < γυμνάζομαι (< *γυμναδ-yο-μαι), ασπάσ-ιος < ασπάζομαι (< *ασπάδ-yο-μαι) κ.λπ.
Ορισμένα από τα αρχαιότερα παράγωγα σε -ιος είναι μεταρρηματικά (πρβλ. άγ-ιος < άζομαι «αισθάνομαι δέος», άρκ-ιος «αξιόπιστος» < αρκέω) αλλά το μεγαλύτερο πλήθος τών παραγώγων προέρχεται από ουσιαστικά: άγρ-ιος < αγρός, βύθ-ιος < βυθός, χθόν-ιος < χθών κ.λπ.
Σημαντικός αριθμός παραγώγων σε -ιος προέρχεται και από επίθετα (με την ίδια ή παραλλαγμένη σημασία): ελευθέρ-ιος «αυτός που αφορά στην ελευθερία» < ελεύθερος, μειλίχ-ιος < μείλιχ-ος. Η κατάλ. -ιος δημιούργησε παράγωγα και από σύνθετα ουσ. ή επίθ. (πρβλ. ομο-πάτρ-ιος < ομο-πάτωρ).
Αναλογικά δε και σύνθετα επίθ. σε -ιος χωρίς τη μεσολάβηση σύνθετου τ. (σκοτο-μήν-ιος < σκότος + μήνη «σελήνη», μετα-δόρπ-ιος < μετά + δόρπος «δείπνο»). Ο συνδυασμός τής κατάλ. -ιος με ληκτικούς φθόγγους ή και μορφήματα δημιούργησε πολλές επαυξημένες μορφές της, οι κυριότερες από τις οποίες είναι οι -άδ-ιος (πρβλ. λαμπ-άδ-ιος), -ίδ-ιος (πρβλ. κατ-οικ-ίδ-ιος), -ησ-ιος (πρβλ. ημερ-ήσ-ιος), -τήρ-ιος (πρβλ. ἐμ-βα-τήρ-ιος) και οι διφθογγικές -αιος (πρβλ. γύν-αιος), -ειος (πρβλ. βασίλ-ειος), -ηιος (πρβλ. ανδρ-ήιος) και -οιος (πρβλ. όμ-οιος). Η κατάλ. -ιος εμφανίζει ευρύτερη παραγωγική λειτουργία: Στην αιολ. διάλεκτο και στη γλώσσα τών επών δήλωσε τα πατρωνυμικά (π. χ., Αίας ο Τελαμών-ιος), δήλωσε, συχνά, επίθετα παραγόμενα από τοπωνύμια (Κόρινθος > Κορίνθ-ιος, Επίδαυρος > Επιδαύρ-ιος, Ρόδος > Ρόδ-ιος), κυρίως όμως δήλωσε τον ανήκοντα ή συναφή προς το πρωτόθετο ουσιαστικό (π. χ., οφθάλμ-ιος, ποίμν-ιος, ουράν-ιος) και σπανιότερα την ύλη ή την κτήση (πρβλ. παγ-χρύσ-ιος, πάτρ-ιος).
Παραδείγματα λέξεων σε -ιος:
άγιος, άθλιος, αιθέριος, αίθριος, αιώνιος, αρμόδιος, αυτοσχέδιος, βαθύσκιος, γαλήνιος, γενέθλιος, δέσμιος, δόλιος, εγκύκλιος, εμπρόσθιος, εμφύλιος, επιδόρπιος, επινίκιος, επιτόπιος, επιτραπέζιος, επιτύμβιος, ευκοίλιος, ηλίθιος, θεμέλιος, καταχθόνιος, μακάριος, μειλίχιος, νηφάλιος, όλβιος, ολέθριος, όρθιος, ουράνιος, ούριος, πάγιος, παράλιος, πελάγιος, πλάγιος, πλανόδιος, πολέμιος, χρόνιος
αρχ.
ανατόλιος, γάμιος, εντόλιος, επάρκιος, επιμάζιος, ευτόκιος, ηέριος, καλακαγάθιος, κολλίκιος, λειμώνιος, ομφάκιος, όρθριος, πανασφάλιος, σφάγιος, τύμβιος, τυφώνιος
νεοελλ.
εξωλέμβιος, εξωμήτριος, επιστήθιος, παρόχθιος, πρωτοβάθμιος.
Η προέλευση τής κατάλ. -ιᾱ ποικίλλει. Συχνά, τα ονόματα σε -ιᾱ προήλθαν από θηλυκά επιθέτων σε -ιος που ουσιαστικοποιήθηκαν, πρβλ. Λυδ-ία (ενν. γη) από το θηλ. τού επιθ. λύδ-ιος (< Λυδός), Ζεφυρ-ίη «δυνατός άνεμος» (ενν. πνοιή «πνοή») από το θηλ. τού επιθ. ζεφύρ-ιος (< Ζέφυρος), πολεμ-ία (ενν. γη) «εχθρική χώρα», από το θηλ. τού επιθ. πολέμ-ιος (< πόλεμος). Ασυγκρίτως περισσότερα είναι τα θηλ. ουσ. σε -ιᾱ που προέκυψαν με απευθείας παραγωγή από πάσης φύσεως θέματα.
Η διαδικασία είναι πανάρχαια και μαρτυρείται σε πολλές ΙΕ γλώσσες πρβλ. λατ. praesent-ia «παρουσία», χεττ. kard-ia-s «καρδίας» κ.λπ. Η αλλοφωνική παραλλαγή τής -ιᾱ, η -, παρουσιάζει βραχύτητα τού -α. Τα παράγωγά της εμφανίζονται, λόγω φωνητικών μεταβολών, με διάφορες μορφές, όπως -(σ)σă, -ζă, -νă, -ρă, -λλă (πρβλ. μέλισσă < μελιτ-», πάσα < παντ-, μέλαινα < μελαν- κ.λπ.) καθώς και με τις επαυξημένες μορφές -ειă, (πρβλ. ευ-μάρ-εια), -οιᾰ (πρβλ. εύ-πν-οια), -τειρă (πρβλ. αυτο-κρά-τειρα), -τριă (πρβλ. ερευνή-τρια). Η αρχική κατάλ. -ιă διατηρείται στο πότνιă.
Ορισμένα από τα αρχαιότερα παρ. σε -ιᾱ είναι μεταρρηματικά: πεν-ία (< πένομαι), μαν-ία (< μαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β' ε-μάν-ην), θαλ-ία «αφθονία» (< θάλλω, πρβλ. αόρ. β’ έ-θαλ-ον). Περισσότερα και σπουδαιότερα είναι τα μετονοματικά παρ. από ουσιαστικά (πρβλ. ναυτιλ-ία < ναυτίλος, ιατορ-ία < ιάτωρ, στρατηγ-ία < στρατηγός κ.λπ.) και, κυρίως, από επίθετα (πρβλ. σοφ-ία < σοφός, δειλ-ία (< δειλός κ.λπ.).
Πολλά είναι τα παρ. σύνθετων επιθ. (πρβλ. ευ-νομ-ία < εύ-νομος, μονο-μαχ-ία < μονο-μάχ-ος).
Αναλογικά προς αυτά παρήχθησαν σύνθ. ουσιαστικά σε -ιᾱ χωρίς τη μεσολάβηση σύνθετου επιθέτου πρβλ. επι-συ-ζυγ-ία «ίλη από 8 πολεμικά άρματα», πορφυρο-φορ-ία «το να φορά κανείς πορφυρά ενδύματα» κ.λπ. Η κατάλ. -ιᾱ χρησιμοποιήθηκε σε λέξεις που δηλώνουν μέρη τού σώματος (πρβλ. καρδ-ία, κοιλ-ία), σε ονόματα χωρών (πρβλ. Θεσσαλ-ία, Μακεδον-ία, Φρυγ-ία) και σε ορισμένα συγκεκριμένα ουσ., όπως το οικ-ία. Κυρίως όμως παράγονται με αυτήν αφηρημένα ουσ. που δηλώνουν κατάσταση ή ιδιότητα (πρβλ. αμφι-βολ-ία, α-δυναμ-ία, δειλ-ία, ευ-κινησ-ία, απ-ελπισ-ία κ.λπ.).
Από τη σύνδεσή τους με αντίστοιχα (μετονοματικά) ρήματα τέτοια ουσ. σε -ία δήλωσαν και τη ρηματική ενέργεια, κατά το σχήμα φιλ-ία (< φίλος): φιλώ (< φίλος) πρβλ. και κακ-ουργ-ία (< κακ-ουργώ < κακ-ούργος), λιθο-βολ-ία (< λιθο-βολώ < λιθο-βόλος) κλπ.
Την κατάλ. -ιᾱ, μέσω τής νεολατινικής επιστημονικής ορολογίας, δανείστηκαν στους όρους τους πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες τόσο σε ελληνικές ή ελληνογενείς όσο και σε καθαρώς ξένες, λατινογενείς ή μη, λέξεις π. χ. οι ασυστολ-ία* (πρβλ. αγγλ. asystolia, γαλλ. asystolie), αλεκτορ-ία* (πρβλ. αγγλ. alectoria), αλεξ-ία* (πρβλ. αγγλ. alexia, γαλλ. alexie), καγκελαρ-ία (πρβλ. γαλλ. chancellerie).
Συνολικά μαρτυρούνται 7.778 λέξεις σε -ια, από τις οποίες 1.385 είναι κοινές, 3.701 αποκλειστικά αρχαίες ή μεσαιωνικές και 2.692 νεοελληνικές (τα στοιχεία από το Αντίστροφον Λεξικόν τής Νέας Ελληνικής τού Γ. Κουρμούλη).
Παραδείγματα λέξεων σε -ια:
αθυροστομία, αιμορραγία, αναλογία, αναπηρία, αντιδικία, απροσεξία, αφθονία, αυτουργία, δημιουργία, δημοκρατία, διαδικασία, δοξασία, δοσοληψία, δυσπεψία, δυσπιστία, εργολαβία, ευγλωττία, ευζωία, ευτυχία, κτηνοτροφία, μανία, μεγαλοψυχία, μοναρχία, ναυμαχία, οινοποιία, ορθογραφία, οσφυαλγία, πληροφορία, πολυφαγία, προεδρία, προσωνυμία, ραθυμία, σκευωρία, συναυλία, συνεργασία, ταλαιπωρία, τιμωρία, τρικυμία, τριχοφυΐα, υπηρεσία, υποψία, φιλαργυρία, φιλοσοφία, φιλοχρηματία, φυσιογνωμία, χορηγία
αρχ.
αθελγία, αλιπλανία, απημονία, αφραδία, δοριαλωσία, εξαδακτυλία, εξιτηλία, ευθηξία, ιππαιχμία, λιθοπυργία, οινοχοΐα, οπλοφανία, παιδοτριβία, πατροτυψία, σφαγία, φιλοπτωχία
νεοελλ.
αγοραφοβία, ανατομία, αρχαιοκαπηλία, αυτογνωσία, βιομηχανία, γλωσσολογία, εθελοδουλία, ευρεσιτεχνία, μεθοδολογία, νοοτροπία, ραδιοφωνία, σμηναρχία, χορτοφαγία.
Ανάλογη εικόνα παρουσιάζει και η κατάληξη -ιον. Ορισμένα παράγωγά της είναι ουσιαστικοποιημένα ουδ. επιθέτων σε -ιος (π. χ., σφάγ-ıoν < σφάγ-ιος, επι-σφύρ-ια «περικνημίδες» < επι-σφύρ-ιος). Άλλα αντιστοιχούν σε θηλ. ονόματα σε -ία.
Συνήθως τα τελευταία εκφράζουν μια ρηματική ενέργεια, ενώ τα αντίστοιχα ουδέτερα το αντικείμενο ή γεγονός αυτό καθαυτό: μαρτύρ-ιον «το περιεχόμενο μιας καταθέσεως»: μαρτυρ-ία «το να δίνει κανείς κατάθεση» παραμύθ-ιον «παρηγοριά»: παραμυθ-ία «το να παρηγορεί κανείς κάποιον» συν-έδρ-ιον «ομάδα τών ατόμων που συνεδριάζουν»: συν-εδρ-ία «η ενέργεια τού να συνεδριάζει κανείς» κ. ο. κ.
Πολλές φορές τα ουδ. σε -ιον δηλώνουν το αποτέλεσμα τής ρηματικής ενέργειας (πρβλ. γεώργ-ιον «συγκομιδή»). Ωστόσο, τα περισσότερα ονόματα σε -ιον είναι απευθείας παράγωγα από πάσης φύσεως θέματα. Συνδυαζόμενη με στοιχεία τού θέματος, η κατάλ. -ιον έδωσε επαυξημένες μορφές, όπως -ειον (πρβλ. γλυφ-είον «σμίλη», γραφ-είον κ.λπ.), -τήριον (πρβλ. πο-τήριον, δικασ-τήριον κ.λπ.) καθώς και τις (υποκοριστικής συχνά σημασίας) καταλήξεις -αριον (πρβλ. οψ-άριον, πιθ-άριον), -άδιον (πρβλ. σημ-άδιον, κηπ-άδιον), -ίδιον (πρβλ. χοιρ-ίδιον, εγχειρ-ίδιον), -ύδιον (πρβλ. εγχελ-ύδιον, καρ-ύδιον), -άκιον (πρβλ. πιττ-άκιον «πλάκα από κηρό», κοντ-άκιον «μικρός κοντός»), -ίσκιον (πρβλ. ασπιδ-ίσκιον «μικρή ασπίδα», καν-ίσκιον «μικρό καλάθι»).
Από μορφολογικής απόψεως ορισμένα αρχαία παρ. είναι μεταρρηματικά: αμάρτ-ιον «σφάλμα» (< αμαρτάνω), αμπλάκ-ιον «σφάλμα» (< αμπλακίσκω), ερείπ-ιον (< ερείπω), σφάγ-ıoν (< σφάζω). Αλλ' ο μεγαλύτερος αριθμός παραγώγων σε -ιον είναι μετονοματικά. Συναντούμε και εδώ παράγωγα ονομάτων απλών (πρβλ. ρόθ-ιον «θόρυβος, οχλαγωγία» < ρόθος) και σύνθετων (πρβλ. ευ-αγγέλ-ιον «καλό νέο» < ευ-άγγελος «κομιστής καλών νέων»), για ορισμένα από τα οποία ο σύνθ. τ. από τον οποίο υποτίθεται ότι παρήχθησαν δεν μαρτυρείται (πρβλ. ημι-ωβόλ-ιον < ημι- + οβολός).
Από σημασιολογικής απόψεως η κατάλ. -ιον χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή ονομάτων που δηλώνουν τόπο (πρβλ. αύλ-ιον «στάβλος» < αυλή, αρτο-πώλ-ιον «αρτοπωλείο» < αρτο-πώλης), ναούς, κατά παράλειψη τής λ. ιερόν (πρβλ. Αρτεμίσ-ιον < Άρτεμις, Απολλών-ιον < Απόλλων), γιορτές ή αγώνες (πρβλ. Θεσμο-φόρ-ια < θεσμο-φόρος, Ίσθμ-ια < Ισθμός), βραβεία ή φόρους (πρβλ. κοττάβ-ιον «βραβείο για τον νικητή τού παιχνιδιού κότταβος» < κότταβος, μετ-οίκ-ιον «φόρος τών μετοίκων» < μέτοικος), εργαλεία, σκεύη ή κοσμήματα (πρβλ. αμν-ίον «δοχείο συλλογής τού αίματος τού θυσιαζόμενου ζώου» < αμνός, βραχιόν-ιον «βραχιόλι» < βραχίων), φυτά (πρβλ. ηλιο-τρόπ-ιον < ηλιό-τροπος) και κοπάδια ζώων (πρβλ. αι-πόλ-ιον «κοπάδι από κατσίκες» < αι-πόλος, βου-κόλ-ιον «κοπάδι από αγελάδες» < βου-κόλος): Επομένως, η κατάλ. -ιον ενέχει και περιληπτική σημασία.
Δηλώνει επίσης την προέλευση (πρβλ. κνίδ-ια «κρεμμύδια τής Κνίδου» < Κνίδος, σικυών-ια «υποδήματα τής Σικυώνος» < Σικυών) και την ύλη (πρβλ. αργύρ-ιον «νόμισμα από ασήμι» < άργυρος, βαλάν-ιον «αφέψημα από βαλανίδια» < βάλανος). Η γενικότερη σημασία τής καταλήξεως -ιον στις ανωτέρω περιπτώσεις είναι «αυτό που έχει σχέση με», «που αφορά σε» ή «που ανήκει σε μια κατηγορία», φθάνοντας στη σημ. «που μοιάζει με» (πρβλ. θήρ > θηρ-ίον, αρχ. «το ον που ανήκει στην κατηγορία τών άγριων ζώων», απ' όπου «αυτός που μοιάζει με άγριο ζώο».
Η εξέλιξη τής σημασίας «όμοιος προς» σε «παρόμοιος» οδήγησε στην παραγωγή μειωτικών υποκοριστικών (πρβλ. ανδρ-ίον «αντράκι, παρόμοιος με άνδρα αλλά στην πραγματικότητα τόσο μικρόσωμος, δειλός ή ανέντιμος που δεν αξίζει να ονομάζεται έτσι»), αλλά και απλών (σμικρυκτικών) υποκοριστικών (πρβλ. θρόν-ιον «μικρός θρόνος» < θρόνος, αξόν-ιον «μικρός άξων» < άξων), όπως επίσης και συναισθηματικών υποκοριστικών (πρβλ. τεκν-ίον «αγαπητό τέκνο» < τέκνον, θυγάτρ-ιον «αγαπητή θυγατέρα» < θυγάτηρ, και Μυρρίν-ιον «μικρούλα Μυρρίνη», Φειδιππίδ-ιον «μικρούλης Φειδιππίδης»). Η κατάλ. -ιον ανέπτυξε την υποκοριστική της σημασία στους μεθομηρικούς χρόνους με παλαιότερο μαρτυρούμενο τ. τη λ. πόδ-ιον «μικρό πόδι» (< πους, γεν. ποδ-ός) στον Επίχαρμο. Με την πάροδο τού χρόνου η κατάλ. -ιον έχασε βαθμηδόν την υποκοριστική σημασία της και κατέληξε σε απλό σχηματιστικό στοιχείο. Περαιτέρω, με σίγηση τού -ο- και τού ληκτικού -ν, η κατάλ. πήρε τη μορφή -ί στη Νέα Ελληνική: παιδ-ίον > παιδ-ίν > παιδ-ί. Τη θέση της στη δήλωση υποκοριστικής-σμικρυντικής σημασίας πήραν άλλες καταλήξεις (-άκι, -ούλα, -ίτσα κ.λπ.)
Παραδείγματα λέξεων σε -ιο(ν):
αγκυροβόλιον, ανθολόγιον, βαλλάντιον, δελτίον, ειδύλλιον, επιμύθιον, επιτόκιον, ζατρίκιον, ημερολόγιον, ημερονύκτιον, ημικύκλιον, ημιτόνιον, θηρίον, θυλάκιον, κιόνιον, κλειδίον, κομβίον, μαστίγιον, μονοπώλιον, μόριον, ορθογώνιον, παραμύθιον, προνόμιον, πτερύγιον, σπαθίον, συμβούλιον, σφάγιον, υπογάστριον, φατνίον, χιτώνιον, χωρίον, ψηφίον, ωρολόγιον, ωροσκόπιον
αρχ.
αιπόλιον, αμόλγιον, αμπλάκιον, αρούριον, βολβίον, ευώπιον, ημεροδρόμιον, καρδόπιον, κηρύκιον, κλυδώνιον, νεώλκιον, οιδημάτιον, πορπίον, πυρήνιον, υδροπαρόχιον, υποβώμιον, χειρολάβιον, χηνοβόσκιον, χοινίκιον
μσν.-νεοελλ.
απολυτίκιον, επιτραχήλιον, θεοτοκίον
νεοελλ.
εστιατόριο, ημερομίσθιο, καθάρσιο, καλειδοσκόπιο, μετάλλιο, οστεοφυλάκιο, πεζοδρόμιο, περιθώριο, ποινολόγιο, τοπωνύμιο, υποβρύχιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἰός — 1 arrow masc nom sg ἰ̱ός , ἰός 2 poison masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴος — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιός — Νησί (108 τ. χλμ., 1.838 κάτ.) των Κυκλάδων, η Φοινίκη των αρχαίων Ελλήνων. Βρίσκεται στα Β της Σαντορίνης, μεταξύ Σαντορίνης, Αμοργού, Πάρου και Σίκινου. Έχει μήκος περίπου 18 χλμ. και μέσο πλάτος 7 χλμ. Οι ακτές του καλύπτουν 27 χλμ. Πρωτεύουσα …   Dictionary of Greek

  • Ίος — Sp Ìjas Ap Ίος/Ios L s. ir g tė Kikladų ss., Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • ιός — ο 1. παρασιτικός μικροοργανισμός: Ιός της γρίπης. 2. δηλητήριο εντόμων και ερπετών. 3. σκουριά, γάνα. 4. μτφ., φαρμακερός λόγος, συκοφαντία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ίος — η ονομασία νησιού των Κυκλάδων, η Νιό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρνάσ(σ)ιος — α, ον / παρνάσ(σ)ιος, ον, ΝΑ [Παρνασ(σ)ός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Παρνασσό, ο παρνασσιακός 1. νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Παρνάσσιοι οι παρνασσιακοί ποιητές, οι οπαδοί τής ποιητικής σχολής τού Παρνασσισμού …   Dictionary of Greek

  • σακέλ(λ)ιος — και σακελ(λ)ίων, ο / σακέλλιος και σακελλίων, ΝΜ παλαιό εκκλησιαστικό αξίωμα που απονεμόταν σε πρεσβύτερο, σακελ(λ)άριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σακέλλα «βαλάντιο» + κατάλ. ιος / ίων] …   Dictionary of Greek

  • ταών(ε)ιος — α, ο / ταών(ε)ιος, ον, ΝΑ [ταώς, ῶνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταώ, στο παγώνι 2. όμοιος με ταώ, όμοιος με παγώνι …   Dictionary of Greek

  • ωκεάν(ε)ιος — α, ο / ὠκεάν(ε)ιος, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. θηλ. ὠκεανηΐάς, άδος, ΜΑ [Ὠκεανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ωκεανό νεοελλ. α) «ωκεάνια αύλακα» γεωλ. βύθισμα τού θαλάσσιου πυθμένα, με επίμηκες σχήμα β) «ωκεάνια τάφρος» (γεωλ. ωκεαν.) βλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”