- -ιος
- -ια, ιο(ν)η κατάλ. -ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ' όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε -ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261 αποκλειστικά αρχαίες ή μεσαιωνικές και 440 νεοελληνικές (τα στοιχεία από το Αντίστροφον Λεξικόν τής Νέας Ελληνικής τού Γ. Κουρμούλη). Ανάγεται σε ΙΕ επίθημα *-iο-. Η προσθήκη τής φωνηεντικής μορφής -ιο- τού επιθήματος σε συμφωνόληκτα θέματα δεν τά μεταβάλλει φωνητικώς (πρβλ. κυκλώπ-ιος < Κύκλωψ, δόλ-ιος < δόλος), πλην τής περιπτώσεως που προηγούνται τ και δ, τα οποία συριστικοποιούνται: πλούσιος < *πλούτ-ιος (< πλούτος), δημόσ-ιος < *δημότ-ιος (< δημότης), γυμνάσ-ιος < γυμνάζομαι (< *γυμναδ-yο-μαι), ασπάσ-ιος < ασπάζομαι (< *ασπάδ-yο-μαι) κ.λπ.Ορισμένα από τα αρχαιότερα παράγωγα σε -ιος είναι μεταρρηματικά (πρβλ. άγ-ιος < άζομαι «αισθάνομαι δέος», άρκ-ιος «αξιόπιστος» < αρκέω) αλλά το μεγαλύτερο πλήθος τών παραγώγων προέρχεται από ουσιαστικά: άγρ-ιος < αγρός, βύθ-ιος < βυθός, χθόν-ιος < χθών κ.λπ.Σημαντικός αριθμός παραγώγων σε -ιος προέρχεται και από επίθετα (με την ίδια ή παραλλαγμένη σημασία): ελευθέρ-ιος «αυτός που αφορά στην ελευθερία» < ελεύθερος, μειλίχ-ιος < μείλιχ-ος. Η κατάλ. -ιος δημιούργησε παράγωγα και από σύνθετα ουσ. ή επίθ. (πρβλ. ομο-πάτρ-ιος < ομο-πάτωρ).Αναλογικά δε και σύνθετα επίθ. σε -ιος χωρίς τη μεσολάβηση σύνθετου τ. (σκοτο-μήν-ιος < σκότος + μήνη «σελήνη», μετα-δόρπ-ιος < μετά + δόρπος «δείπνο»). Ο συνδυασμός τής κατάλ. -ιος με ληκτικούς φθόγγους ή και μορφήματα δημιούργησε πολλές επαυξημένες μορφές της, οι κυριότερες από τις οποίες είναι οι -άδ-ιος (πρβλ. λαμπ-άδ-ιος), -ίδ-ιος (πρβλ. κατ-οικ-ίδ-ιος), -ησ-ιος (πρβλ. ημερ-ήσ-ιος), -τήρ-ιος (πρβλ. ἐμ-βα-τήρ-ιος) και οι διφθογγικές -αιος (πρβλ. γύν-αιος), -ειος (πρβλ. βασίλ-ειος), -ηιος (πρβλ. ανδρ-ήιος) και -οιος (πρβλ. όμ-οιος). Η κατάλ. -ιος εμφανίζει ευρύτερη παραγωγική λειτουργία: Στην αιολ. διάλεκτο και στη γλώσσα τών επών δήλωσε τα πατρωνυμικά (π. χ., Αίας ο Τελαμών-ιος), δήλωσε, συχνά, επίθετα παραγόμενα από τοπωνύμια (Κόρινθος > Κορίνθ-ιος, Επίδαυρος > Επιδαύρ-ιος, Ρόδος > Ρόδ-ιος), κυρίως όμως δήλωσε τον ανήκοντα ή συναφή προς το πρωτόθετο ουσιαστικό (π. χ., οφθάλμ-ιος, ποίμν-ιος, ουράν-ιος) και σπανιότερα την ύλη ή την κτήση (πρβλ. παγ-χρύσ-ιος, πάτρ-ιος).Παραδείγματα λέξεων σε -ιος:άγιος, άθλιος, αιθέριος, αίθριος, αιώνιος, αρμόδιος, αυτοσχέδιος, βαθύσκιος, γαλήνιος, γενέθλιος, δέσμιος, δόλιος, εγκύκλιος, εμπρόσθιος, εμφύλιος, επιδόρπιος, επινίκιος, επιτόπιος, επιτραπέζιος, επιτύμβιος, ευκοίλιος, ηλίθιος, θεμέλιος, καταχθόνιος, μακάριος, μειλίχιος, νηφάλιος, όλβιος, ολέθριος, όρθιος, ουράνιος, ούριος, πάγιος, παράλιος, πελάγιος, πλάγιος, πλανόδιος, πολέμιος, χρόνιοςαρχ.ανατόλιος, γάμιος, εντόλιος, επάρκιος, επιμάζιος, ευτόκιος, ηέριος, καλακαγάθιος, κολλίκιος, λειμώνιος, ομφάκιος, όρθριος, πανασφάλιος, σφάγιος, τύμβιος, τυφώνιοςνεοελλ.εξωλέμβιος, εξωμήτριος, επιστήθιος, παρόχθιος, πρωτοβάθμιος.Η προέλευση τής κατάλ. -ιᾱ ποικίλλει. Συχνά, τα ονόματα σε -ιᾱ προήλθαν από θηλυκά επιθέτων σε -ιος που ουσιαστικοποιήθηκαν, πρβλ. Λυδ-ία (ενν. γη) από το θηλ. τού επιθ. λύδ-ιος (< Λυδός), Ζεφυρ-ίη «δυνατός άνεμος» (ενν. πνοιή «πνοή») από το θηλ. τού επιθ. ζεφύρ-ιος (< Ζέφυρος), πολεμ-ία (ενν. γη) «εχθρική χώρα», από το θηλ. τού επιθ. πολέμ-ιος (< πόλεμος). Ασυγκρίτως περισσότερα είναι τα θηλ. ουσ. σε -ιᾱ που προέκυψαν με απευθείας παραγωγή από πάσης φύσεως θέματα.Η διαδικασία είναι πανάρχαια και μαρτυρείται σε πολλές ΙΕ γλώσσες πρβλ. λατ. praesent-ia «παρουσία», χεττ. kard-ia-s «καρδίας» κ.λπ. Η αλλοφωνική παραλλαγή τής -ιᾱ, η -yă, παρουσιάζει βραχύτητα τού -α. Τα παράγωγά της εμφανίζονται, λόγω φωνητικών μεταβολών, με διάφορες μορφές, όπως -(σ)σă, -ζă, -νă, -ρă, -λλă (πρβλ. μέλισσă < μελιτ-yă», πάσα < παντ-yă, μέλαινα < μελαν-yă κ.λπ.) καθώς και με τις επαυξημένες μορφές -ειă, (πρβλ. ευ-μάρ-εια), -οιᾰ (πρβλ. εύ-πν-οια), -τειρă (πρβλ. αυτο-κρά-τειρα), -τριă (πρβλ. ερευνή-τρια). Η αρχική κατάλ. -ιă διατηρείται στο πότνιă.Ορισμένα από τα αρχαιότερα παρ. σε -ιᾱ είναι μεταρρηματικά: πεν-ία (< πένομαι), μαν-ία (< μαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β' ε-μάν-ην), θαλ-ία «αφθονία» (< θάλλω, πρβλ. αόρ. β’ έ-θαλ-ον). Περισσότερα και σπουδαιότερα είναι τα μετονοματικά παρ. από ουσιαστικά (πρβλ. ναυτιλ-ία < ναυτίλος, ιατορ-ία < ιάτωρ, στρατηγ-ία < στρατηγός κ.λπ.) και, κυρίως, από επίθετα (πρβλ. σοφ-ία < σοφός, δειλ-ία (< δειλός κ.λπ.).Πολλά είναι τα παρ. σύνθετων επιθ. (πρβλ. ευ-νομ-ία < εύ-νομος, μονο-μαχ-ία < μονο-μάχ-ος).Αναλογικά προς αυτά παρήχθησαν σύνθ. ουσιαστικά σε -ιᾱ χωρίς τη μεσολάβηση σύνθετου επιθέτου πρβλ. επι-συ-ζυγ-ία «ίλη από 8 πολεμικά άρματα», πορφυρο-φορ-ία «το να φορά κανείς πορφυρά ενδύματα» κ.λπ. Η κατάλ. -ιᾱ χρησιμοποιήθηκε σε λέξεις που δηλώνουν μέρη τού σώματος (πρβλ. καρδ-ία, κοιλ-ία), σε ονόματα χωρών (πρβλ. Θεσσαλ-ία, Μακεδον-ία, Φρυγ-ία) και σε ορισμένα συγκεκριμένα ουσ., όπως το οικ-ία. Κυρίως όμως παράγονται με αυτήν αφηρημένα ουσ. που δηλώνουν κατάσταση ή ιδιότητα (πρβλ. αμφι-βολ-ία, α-δυναμ-ία, δειλ-ία, ευ-κινησ-ία, απ-ελπισ-ία κ.λπ.).Από τη σύνδεσή τους με αντίστοιχα (μετονοματικά) ρήματα τέτοια ουσ. σε -ία δήλωσαν και τη ρηματική ενέργεια, κατά το σχήμα φιλ-ία (< φίλος): φιλώ (< φίλος) πρβλ. και κακ-ουργ-ία (< κακ-ουργώ < κακ-ούργος), λιθο-βολ-ία (< λιθο-βολώ < λιθο-βόλος) κλπ.Την κατάλ. -ιᾱ, μέσω τής νεολατινικής επιστημονικής ορολογίας, δανείστηκαν στους όρους τους πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες τόσο σε ελληνικές ή ελληνογενείς όσο και σε καθαρώς ξένες, λατινογενείς ή μη, λέξεις π. χ. οι ασυστολ-ία* (πρβλ. αγγλ. asystolia, γαλλ. asystolie), αλεκτορ-ία* (πρβλ. αγγλ. alectoria), αλεξ-ία* (πρβλ. αγγλ. alexia, γαλλ. alexie), καγκελαρ-ία (πρβλ. γαλλ. chancellerie).Συνολικά μαρτυρούνται 7.778 λέξεις σε -ια, από τις οποίες 1.385 είναι κοινές, 3.701 αποκλειστικά αρχαίες ή μεσαιωνικές και 2.692 νεοελληνικές (τα στοιχεία από το Αντίστροφον Λεξικόν τής Νέας Ελληνικής τού Γ. Κουρμούλη).Παραδείγματα λέξεων σε -ια:αθυροστομία, αιμορραγία, αναλογία, αναπηρία, αντιδικία, απροσεξία, αφθονία, αυτουργία, δημιουργία, δημοκρατία, διαδικασία, δοξασία, δοσοληψία, δυσπεψία, δυσπιστία, εργολαβία, ευγλωττία, ευζωία, ευτυχία, κτηνοτροφία, μανία, μεγαλοψυχία, μοναρχία, ναυμαχία, οινοποιία, ορθογραφία, οσφυαλγία, πληροφορία, πολυφαγία, προεδρία, προσωνυμία, ραθυμία, σκευωρία, συναυλία, συνεργασία, ταλαιπωρία, τιμωρία, τρικυμία, τριχοφυΐα, υπηρεσία, υποψία, φιλαργυρία, φιλοσοφία, φιλοχρηματία, φυσιογνωμία, χορηγίααρχ.αθελγία, αλιπλανία, απημονία, αφραδία, δοριαλωσία, εξαδακτυλία, εξιτηλία, ευθηξία, ιππαιχμία, λιθοπυργία, οινοχοΐα, οπλοφανία, παιδοτριβία, πατροτυψία, σφαγία, φιλοπτωχίανεοελλ.αγοραφοβία, ανατομία, αρχαιοκαπηλία, αυτογνωσία, βιομηχανία, γλωσσολογία, εθελοδουλία, ευρεσιτεχνία, μεθοδολογία, νοοτροπία, ραδιοφωνία, σμηναρχία, χορτοφαγία.Ανάλογη εικόνα παρουσιάζει και η κατάληξη -ιον. Ορισμένα παράγωγά της είναι ουσιαστικοποιημένα ουδ. επιθέτων σε -ιος (π. χ., σφάγ-ıoν < σφάγ-ιος, επι-σφύρ-ια «περικνημίδες» < επι-σφύρ-ιος). Άλλα αντιστοιχούν σε θηλ. ονόματα σε -ία.Συνήθως τα τελευταία εκφράζουν μια ρηματική ενέργεια, ενώ τα αντίστοιχα ουδέτερα το αντικείμενο ή γεγονός αυτό καθαυτό: μαρτύρ-ιον «το περιεχόμενο μιας καταθέσεως»: μαρτυρ-ία «το να δίνει κανείς κατάθεση» παραμύθ-ιον «παρηγοριά»: παραμυθ-ία «το να παρηγορεί κανείς κάποιον» συν-έδρ-ιον «ομάδα τών ατόμων που συνεδριάζουν»: συν-εδρ-ία «η ενέργεια τού να συνεδριάζει κανείς» κ. ο. κ.Πολλές φορές τα ουδ. σε -ιον δηλώνουν το αποτέλεσμα τής ρηματικής ενέργειας (πρβλ. γεώργ-ιον «συγκομιδή»). Ωστόσο, τα περισσότερα ονόματα σε -ιον είναι απευθείας παράγωγα από πάσης φύσεως θέματα. Συνδυαζόμενη με στοιχεία τού θέματος, η κατάλ. -ιον έδωσε επαυξημένες μορφές, όπως -ειον (πρβλ. γλυφ-είον «σμίλη», γραφ-είον κ.λπ.), -τήριον (πρβλ. πο-τήριον, δικασ-τήριον κ.λπ.) καθώς και τις (υποκοριστικής συχνά σημασίας) καταλήξεις -αριον (πρβλ. οψ-άριον, πιθ-άριον), -άδιον (πρβλ. σημ-άδιον, κηπ-άδιον), -ίδιον (πρβλ. χοιρ-ίδιον, εγχειρ-ίδιον), -ύδιον (πρβλ. εγχελ-ύδιον, καρ-ύδιον), -άκιον (πρβλ. πιττ-άκιον «πλάκα από κηρό», κοντ-άκιον «μικρός κοντός»), -ίσκιον (πρβλ. ασπιδ-ίσκιον «μικρή ασπίδα», καν-ίσκιον «μικρό καλάθι»).Από μορφολογικής απόψεως ορισμένα αρχαία παρ. είναι μεταρρηματικά: αμάρτ-ιον «σφάλμα» (< αμαρτάνω), αμπλάκ-ιον «σφάλμα» (< αμπλακίσκω), ερείπ-ιον (< ερείπω), σφάγ-ıoν (< σφάζω). Αλλ' ο μεγαλύτερος αριθμός παραγώγων σε -ιον είναι μετονοματικά. Συναντούμε και εδώ παράγωγα ονομάτων απλών (πρβλ. ρόθ-ιον «θόρυβος, οχλαγωγία» < ρόθος) και σύνθετων (πρβλ. ευ-αγγέλ-ιον «καλό νέο» < ευ-άγγελος «κομιστής καλών νέων»), για ορισμένα από τα οποία ο σύνθ. τ. από τον οποίο υποτίθεται ότι παρήχθησαν δεν μαρτυρείται (πρβλ. ημι-ωβόλ-ιον < ημι- + οβολός).Από σημασιολογικής απόψεως η κατάλ. -ιον χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή ονομάτων που δηλώνουν τόπο (πρβλ. αύλ-ιον «στάβλος» < αυλή, αρτο-πώλ-ιον «αρτοπωλείο» < αρτο-πώλης), ναούς, κατά παράλειψη τής λ. ιερόν (πρβλ. Αρτεμίσ-ιον < Άρτεμις, Απολλών-ιον < Απόλλων), γιορτές ή αγώνες (πρβλ. Θεσμο-φόρ-ια < θεσμο-φόρος, Ίσθμ-ια < Ισθμός), βραβεία ή φόρους (πρβλ. κοττάβ-ιον «βραβείο για τον νικητή τού παιχνιδιού κότταβος» < κότταβος, μετ-οίκ-ιον «φόρος τών μετοίκων» < μέτοικος), εργαλεία, σκεύη ή κοσμήματα (πρβλ. αμν-ίον «δοχείο συλλογής τού αίματος τού θυσιαζόμενου ζώου» < αμνός, βραχιόν-ιον «βραχιόλι» < βραχίων), φυτά (πρβλ. ηλιο-τρόπ-ιον < ηλιό-τροπος) και κοπάδια ζώων (πρβλ. αι-πόλ-ιον «κοπάδι από κατσίκες» < αι-πόλος, βου-κόλ-ιον «κοπάδι από αγελάδες» < βου-κόλος): Επομένως, η κατάλ. -ιον ενέχει και περιληπτική σημασία.Δηλώνει επίσης την προέλευση (πρβλ. κνίδ-ια «κρεμμύδια τής Κνίδου» < Κνίδος, σικυών-ια «υποδήματα τής Σικυώνος» < Σικυών) και την ύλη (πρβλ. αργύρ-ιον «νόμισμα από ασήμι» < άργυρος, βαλάν-ιον «αφέψημα από βαλανίδια» < βάλανος). Η γενικότερη σημασία τής καταλήξεως -ιον στις ανωτέρω περιπτώσεις είναι «αυτό που έχει σχέση με», «που αφορά σε» ή «που ανήκει σε μια κατηγορία», φθάνοντας στη σημ. «που μοιάζει με» (πρβλ. θήρ > θηρ-ίον, αρχ. «το ον που ανήκει στην κατηγορία τών άγριων ζώων», απ' όπου «αυτός που μοιάζει με άγριο ζώο».Η εξέλιξη τής σημασίας «όμοιος προς» σε «παρόμοιος» οδήγησε στην παραγωγή μειωτικών υποκοριστικών (πρβλ. ανδρ-ίον «αντράκι, παρόμοιος με άνδρα αλλά στην πραγματικότητα τόσο μικρόσωμος, δειλός ή ανέντιμος που δεν αξίζει να ονομάζεται έτσι»), αλλά και απλών (σμικρυκτικών) υποκοριστικών (πρβλ. θρόν-ιον «μικρός θρόνος» < θρόνος, αξόν-ιον «μικρός άξων» < άξων), όπως επίσης και συναισθηματικών υποκοριστικών (πρβλ. τεκν-ίον «αγαπητό τέκνο» < τέκνον, θυγάτρ-ιον «αγαπητή θυγατέρα» < θυγάτηρ, και Μυρρίν-ιον «μικρούλα Μυρρίνη», Φειδιππίδ-ιον «μικρούλης Φειδιππίδης»). Η κατάλ. -ιον ανέπτυξε την υποκοριστική της σημασία στους μεθομηρικούς χρόνους με παλαιότερο μαρτυρούμενο τ. τη λ. πόδ-ιον «μικρό πόδι» (< πους, γεν. ποδ-ός) στον Επίχαρμο. Με την πάροδο τού χρόνου η κατάλ. -ιον έχασε βαθμηδόν την υποκοριστική σημασία της και κατέληξε σε απλό σχηματιστικό στοιχείο. Περαιτέρω, με σίγηση τού -ο- και τού ληκτικού -ν, η κατάλ. πήρε τη μορφή -ί στη Νέα Ελληνική: παιδ-ίον > παιδ-ίν > παιδ-ί. Τη θέση της στη δήλωση υποκοριστικής-σμικρυντικής σημασίας πήραν άλλες καταλήξεις (-άκι, -ούλα, -ίτσα κ.λπ.)Παραδείγματα λέξεων σε -ιο(ν):αγκυροβόλιον, ανθολόγιον, βαλλάντιον, δελτίον, ειδύλλιον, επιμύθιον, επιτόκιον, ζατρίκιον, ημερολόγιον, ημερονύκτιον, ημικύκλιον, ημιτόνιον, θηρίον, θυλάκιον, κιόνιον, κλειδίον, κομβίον, μαστίγιον, μονοπώλιον, μόριον, ορθογώνιον, παραμύθιον, προνόμιον, πτερύγιον, σπαθίον, συμβούλιον, σφάγιον, υπογάστριον, φατνίον, χιτώνιον, χωρίον, ψηφίον, ωρολόγιον, ωροσκόπιοναρχ.αιπόλιον, αμόλγιον, αμπλάκιον, αρούριον, βολβίον, ευώπιον, ημεροδρόμιον, καρδόπιον, κηρύκιον, κλυδώνιον, νεώλκιον, οιδημάτιον, πορπίον, πυρήνιον, υδροπαρόχιον, υποβώμιον, χειρολάβιον, χηνοβόσκιον, χοινίκιονμσν.-νεοελλ.απολυτίκιον, επιτραχήλιον, θεοτοκίοννεοελλ.εστιατόριο, ημερομίσθιο, καθάρσιο, καλειδοσκόπιο, μετάλλιο, οστεοφυλάκιο, πεζοδρόμιο, περιθώριο, ποινολόγιο, τοπωνύμιο, υποβρύχιο.
Dictionary of Greek. 2013.